- Κροίσος
- ο1. όνομα αρχαίου βασιλιά της Λυδίας.2. άνθρωπος πλούσιος σαν τον Κροίσο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Κροῖσος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κροίσος — (6ος αι. π.Χ.). Ο τελευταίος βασιλιάς της Λυδίας (560 546 π.Χ.). Μετά την ενίσχυση της περσικής δύναμης, που υπήρξε έργο του Κύρου, διαισθάνθηκε την απειλή η οποία δημιουργήθηκε στα παλαιά σύνορα Λυδίας Περσίας στον ποταμό Άλυ (τα οποία είχαν… … Dictionary of Greek
Κροίσω — Κροῖσος masc nom/voc/acc dual Κροῖσος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Крез греческий царь — (Κροϊσος) сын Алиатта, последний лидийский царь из династии Мермнадов (560 546 до Р. Х.). Продолжая политику своего отца, К. стремился к обладанию побережьем Архипелага, для чего вел войны с тамошними греческими колониями (Ефесом и др.). Однако… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Крез — (Κροϊσος) сын Алиатта, последний лидийский царь из династии Мермнадов (560 546 до Р. Хр.). Продолжая политику своего отца, К. стремился к обладанию побережьем Архипелага, для чего вел войны с тамошними греческими колониями (Ефесом и др.). Однако… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κροῖσε — Κροῖσος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κροῖσοι — Κροῖσος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κροῖσον — Κροῖσος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κροίσου — Κροῖσος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κροίσους — Κροῖσος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)